- καρπίζουσι
- καρπίζωenjoy the fruits ofpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)καρπίζωenjoy the fruits ofpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρπίζουσ' — καρπίζουσα , καρπίζω enjoy the fruits of pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) καρπίζουσι , καρπίζω enjoy the fruits of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καρπίζουσι , καρπίζω enjoy the fruits of pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπίζω — (I) (Α καρπίζω) [καρπός (Ι)] μέσ. καρπίζομαι (σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.) νεοελλ. 1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ 2. φέρω αποτέλεσμα 3. κάνω κάτι να καρποφορήσει αρχ. 1. (ενεργ.… … Dictionary of Greek